βαμβάκινος

βαμβάκινος
-η, -ο (Μ βαμβάκινος, -η, -ον)
νεοελλ.
βαμβακερός
μσν.
βομβύκινος, μεταξωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ (-άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία από το βόμβυξ «μεταξοσκώληκας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • βομβύκινος — και βαμβάκινος και βαβύκινος, η, ον (Μ) [βόμβυξ (Ι)] μεταξωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”